-
1 έκδοση
[-ις (-εως)] η1) выдача (документа и т. п.);έκδοση είσιτηρίων (διαβατηρίου) — выдача билетов (паспорта);
έκδοση γραμματίου ( — или συναλλαγματικής) — выдача векселя;
2) выпуск;έκδοση χαρτονομισμάτων (γραμματοσήμων) — выпуск денег (марок);
3) опубликование; издание (тж. книга);έκδοση διατάγματος — издание указа;
έκδοση του λεξικού (τού περιοδικού) — издание словаря (журнала);
πολυτελής έκδοση — роскошное издание;
4) выдача (преступника и т. п.);5) вынесение, объявление (решения) -
2 έκδοση
[экдоси] ουσ. Θ. издание, выпуск,εκ.ότης [экдотис] ουσ. а. издатель.εκ.οτικός [экдотикос] εκ. издательский.εκ.οχή [экдохи] ουσ. в. объяснение, толкование,εκ.ρομή [экдроми] ουσ. θ. экскурсия.εκ.( [эки] εκίρ. там, туда,εκ.ίνος [экинос] αντ. тот.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > έκδοση
-
3 έκδοση
[экдоси] ουσ θ издание, выпуск. -
4 έκδοση
1) édition2) émission3) extradition4) parution5) proclamation6) publication -
5 έκδοση
1) ogłoszenie (n) rzecz.2) publikacja (f) rzecz.3) wydanie (n) rzecz. -
6 έκδοση
1) publikace2) uveřejnění3) vydání -
7 έκδοση
publicationΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > έκδοση
-
8 faturalama
έκδοση τιμολογίου. -
9 kitapçılık
έκδοση βιβλίων -
10 nesir
έκδοση -
11 yayım
έκδοση, δημοσίευση -
12 yayımlanma
έκδοση, εκπομπή -
13 yayın
έκδοση, δημοσίευση, δημοσίευμα -
14 yayınlama
έκδοση, δημοσίευση, εκπομπή -
15 extradition
έκδοση -
16 выпуск
выпуск м 1) (продукции ) η παραγωγή 2) (в свет) η έκδο ση \выпуск марок η έκδοση γραμματοσήμων 3) (часть издания ) το τεύχος экстренный \выпуск η έκτακτη έκδοση 4) (учащихся) οι απόφοιτοι (μιας χρονιάς), η σειρά, η τάξη* * *м1) ( продукции) η παραγωγή2) ( в свет) η έκδοσηвы́пуск ма́рок — η έκδοση γραμματοσήμων
3) ( часть издания) το τεύχοςэ́кстренный вы́пуск — η έκτακτη έκδοση
4) ( учащихся) οι απόφοιτοι (μιας χρονιάς), η σειρά, η τάξη -
17 издание
издание с (действие, тж. изданное) η έκδοση; η εκτύπωση η δημοσίευση (опубликование) второе \издание (книги) η δεύτερη έκδοση ( βιβλίου)* * *с(действие, тж. изданное) η έκδοση; η εκτύπωση; η δημοσίευση ( опубликование)второ́е изда́ние (кни́ги) — η δεύτερη έκδοση (βιβλίου)
-
18 выдача
1. (сигнала и т.п.) η παραγωγή, το δόσιμο 2. (оборудования, имущества, инструмента) η παράδοση 3. (выработка на-гора) η παραγωγή 4. (патента и т.п.) η χορήγησ/ηотказ в - е патента άρνηση για - του προνομίου/πατέντας εκμετάλλευσηςотказывать в - е кредита αρνούμαι για - δανείου/πίστωσηςпошлина за - у патента φόρος για - του προνομίου/πατέντας εκμετάλλευσης5. (вручение, передача, возврат) η παράδοσ/η, η έκδοσηотказывать в - е визы αρνούμαι για παραχώρηση άδειας εισόδου/βίζας6. (распределе-ние) η διανομή.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > выдача
-
19 вексель
το (χρεωστικό) γραμμάτι/ο, η χρεωστική συναλλαγματικήплатить - ями πληρώνωμε επιταγές/γραμμάτια-, срок платежа по которому наступает через...месяцев -, πληρωμή του οποίουαρχίζει μετά από...μήνεςавансовый - (банк.) το τραπεζικό δάνιο για εκτέλεσηέργου-акцептованный торговый - η τρα-βηκτική, συνοδεύουσα τα φορτωτικά έγγραφαкоммерческий - η εμπορική συναλλαγματική (σχετική με τη φόρτωση εμπορευμάτων)-переводный - см. траттапередаваемый - см. оборотный --погашаемый золотом -, η πληρωμή/εξαργύρωσητου οποίου γίνεται σε χρυσό-подлежащийоплате - για/προς πληρωμή/εξαργύρωσηпредъявительский -, πληρωτέο με την εμφάνιση τουсрочный - (с оплатой черезопределённый срок после предъявления) - που εξαργυρώνεται μετά από ορισμένο χρονικό διάστημα από την έκδοση τουРусско-греческий словарь научных и технических терминов > вексель
-
20 виза
η άδει/α εισόδου (στη χώρα), η βίζα (ξεν.)транзитная - διέλευσης, τράνζιτ - (ξεν.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > виза
См. также в других словарях:
έκδοση — Η δημοσίευση ενός γραπτού κειμένου· η εκτύπωση και η διάδοση οποιουδήποτε κειμένου από εκδοτικό οργανισμό· οι διάφορες εκτυπώσεις ενός βιβλίου ή μιας εφημερίδας· το σύνολο των αντιτύπων του ίδιου έργου σε μία μόνο εκτύπωση. Επειδή στον όρο έ.… … Dictionary of Greek
έκδοση — η 1. η σύλληψη και παράδοση αλλοδαπού εγκληματία στις καταδιωκτικές αρχές της πατρίδας του: Έγινε η έκδοση στη Γαλλία του μεγάλου Γάλλου καταχραστή. 2. εκτύπωση και δημοσίευση έργου (βιβλίου, περιοδικού, εφημερίδας κτλ.) καθώς και το σύνολο των… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λαχειοφόρο δάνειο — Έκδοση ομολογιών δανείου σε συνδυασμό με λαχείο. Τα λ.δ. συνάπτονται σε εποχές και σε χώρες που η προθυμία του κοινού για εγγραφή στα δημόσια δάνεια δεν είναι μεγάλη. Έτσι, η παροχή λαχείου αποτελεί κίνητρο για την κάλυψη των δημόσιων δανείων. Βλ … Dictionary of Greek
Отдельная дивизия (Греция) — Офицеры Отдельной дивизии. Отдельная дивизия или Независимая дивизия ( … Википедия
βιβλίο — Σύνολο φύλλων χαρτιού, περγαμηνής ή άλλου υλικού, τυπωμένων ή χειρόγραφων, δεμένων μαζί ώστε να αποτελούν έναν τόμο, προορισμένο για κυκλοφορία. Η ιστορία του β. καλύπτει μια περίοδο πάνω από 5.000 ετών και είναι κατά μεγάλο μέρος ιστορία του… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τύπος — ΣΥΝΤΟΜΗ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΟΥ ΤΥΠΟΥ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ Πριν και κατά τη διάρκεια της Eπανάστασης του 1821 Η γέννηση του ελληνικού Τύπου συντελέστηκε ουσιαστικά στα τέλη του 18ου αιώνα στις περιοχές της ελληνικής διασποράς. Η οικονομική ευρωστία της… … Dictionary of Greek
εγκυκλοπαιδεία — Έργο που περιέχει σε αλφαβητική σειρά, συνήθως σε περισσότερους από έναν τόμους, συνοπτική έκθεση του συνόλου των ανθρώπινων γνώσεων ή και των γνώσεων που ανάγονται σε ορισμένη επιστήμη. Οι ε., αντίθετα από τα λεξικά, δεν περιορίζονται στη… … Dictionary of Greek
τράπεζα — Ονομασία ιδρυμάτων που εκτελούν πολλές και διάφορες λειτουργίες: από το εμπόριο και την ανταλλαγή νομισμάτων και την κατάθεση χρημάτων έως την παροχή πιστώσεων και άλλων χρηματοδοτήσεων. Ιστορία. Πολλές τραπεζικές πράξεις έχουν την καταγωγή τους… … Dictionary of Greek
Эниан, Димитриос — Димитриос Эниан В Википедии есть статьи о других людях с такой фамилией, см. Эниан. Димитриос Эниан (греч … Википедия
εφημερίδα — Έντυπο που κυκλοφορεί κάθε μέρα ή σε αραιότερα χρονικά διαστήματα και περιέχει ειδήσεις, σχόλια και άλλο υλικό της επικαιρότητας. Στην ευρύτερη σημασία του ο όρος ε. χαρακτηρίζει κάθε τυπωμένο κείμενο, στο οποίο καταχωρούνται ειδήσεις που… … Dictionary of Greek
διπλωματική — Επιστήμη η οποία με τη βοήθεια άλλων κλάδων, όπως η παλαιογραφία, η χρονολογία, η σφραγιδογραφία και η ιστορία του δικαίου, μελετά τα έγγραφα (διπλώματα) και καθορίζει τα απαραίτητα κριτήρια για την εξακρίβωση της αυθεντικότητάς τους, με σκοπό να … Dictionary of Greek